- λαμπροφόρος
- -α, -ο (Μ λαμπροφόρος, -ον)1. αυτός που φορά λαμπρά, γιορτινά ενδύματα, λαμπροφορεμένος2. αυτός που αναδίδει μεγαλοπρέπεια («κατὰ τὴν λαμπροφόρον ἀνάστασιν», Θεοφάν.)νεοελλ.αυτός που προκαλεί μεγάλη χαρά, πολύ χαρμόσυνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.